ευορκώ

ευορκώ
εὐορκῶ, -έω (Α [εύορκος]
1. ορκίζομαι σύμφωνα με την αλήθεια, δίνω αληθινό, ειλικρινή όρκο
2. τηρώ τον όρκο μου («ὑμεῑς δέ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῡντες καὶ εὐορκοῡντες κρινεῑτε», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐορκῶ — εὐορκέω swear truly pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐορκέω swear truly pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευορκώ — κατευορκῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευορκώ*) ορκίζομαι ειλικρινά, ορθά, σε αντιδιαστολή με το επιορκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐορκῶ «δίνω ειλικρινή όρκο»] …   Dictionary of Greek

  • αληθορκώ — ἀληθορκῶ ( έω) (Α) ορκίζομαι ειλικρινώς (είναι το αντίθετο τού ψευδορκῶ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ορκῶ ( έω) (< ὅρκος) αναλογικός σχηματισμός κατά τα: εὐορκῶ ( έω) < εὔορκος, ψευδορκῶ ( έω) < ψεύδορκος] …   Dictionary of Greek

  • ευόρκωμα — εὐόρκωμα, τὸ (Α) [ευορκώ] πιστός όρκος …   Dictionary of Greek

  • ευόρκωτος — εὐόρκωτος, ον (Α) [ευορκώ] εύορκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”